Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 05, 2008

Γειά σας και... χαρά σας!

Να είστε πάντα καλά, να χαίρεστε τη ζωή και τα καλά της,
να ξεχνάτε τα στραβά και τα ανάποδα της!
Εδώ, θα δείτε και θα διαβάσετε διάφορα.
Από ποίηση... ας πούμε, έως ποίηση.
Κι αυτό, γιατί όλη μας η ζωή είναι ένα ποίημα καθημερινό,
άλλοτε γλυκό κι άλλοτε πικρό - και μη μου πείτε πως ποτέ
δεν γευτήκατε ένα ποίημα, γιατί δεν έχει γεύση.
Απλά, ποτέ δεν το βάλατε στον ουρανίσκο σας!
Δοκιμάστε και τα ξαναλέμε.
(κάπου θα με ξετρυπώσετε να μου το πείτε)
Ελπίζω, κάτι να αγγίξει το μυαλό, την ψυχή σας,
ή τον ουρανίσκο σας! Αααα... και μην ξεχνάμε αυτά που λέμε
περί... πνευματικής ιδιοκτησίας

Σας χαιρετώ...
Στέλιος.

Γι αυτούς, που πετούν!!!

Και ‘γω ιπτάμενος είμαι! Όχι σε αεροπλάνο, πάνω απ’ τα σύννεφα πετάω! (Δηλ. στον κόσμο μου!!!) Καμιά φορά, πετάω και στον ύπνο μου. Βλέπω πως μαζεύω λέει τα πόδια μου, και χράπ δίνω μία και απογειώνομαι! Και βλέπω τον κόσμο όμορφο μ’ ωραία χρώματα (όπως είναι δηλαδή, γιατί ο κόσμος μας, είναι αυτός που έχουμε μες στο μυαλό μας! Ο άλλος o κόσμος, είναι των διπλανών.) Και πάω όπου θέλω και πατώ στη γη όπου διαλέξω. Έτσι. Χωρίς φτερά, χωρίς αεροπλάνο που με πάει όπου θέλει. Μιλάω για την φαντασίωσή σου (το αεροπλάνο!) Στο αεροπλάνο, θα είναι συγκεκριμένη. Κάποιος, ( ο κυβερνήτης ) θα σε πάει κάπου και θα σε αφήσει ( μέχρι εκεί θα ΄χεις πληρώσει! ) Για να σε ξαναγυρίσει, θα ξαναπληρώσεις. Ενώ αν λυγίσεις τα πόδια και τιναχτείς, θα πετάξεις (εσύ έχεις και φτερά ενώ εγώ, όχι)θ’ απογειωθείς κι όπου θέλεις, ας σε βγάλει. Παντού και πουθενά! Πολύ και καθόλου! Χαρά και λύπη! Αγάπη και μίσος! Γέλιο και δάκρυ! Πλούτος και φτώχια!Όχι ενδιάμεσους συμβιβασμούς.

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

ΠΟΤΕ ΠΙΑ

Κοιτώντας στη βιτρίνα του καταστήματος, είδες
στην αντανάκλαση του γυαλιού, ένα μεγάλο γκρίζο
σύννεφο που έβαψε κι αυτά τα γυναικεία παπούτσια
που κοιτούσες, γκρίζα.
Κοίταξες τη δική σου αντανάκλαση (και εμένα) κι είπες:
ότι πιάνω εγώ στα χέρια, καταστρέφεται.
Ίσως, γιατί μέσα στο σκοτάδι της μοναξιάς
και της αναζήτησης, διαλέγεις μόνο με τη μιά αίσθηση·
αυτή της αφής, τα πιο εύθραυστα και ραγισμένα
που με το πρώτο φως του Ήλιου σπάνε σε χίλια
μύρια κομματάκια.

Δοκίμασε να διαλέξεις και με τις πέντε αισθήσεις
και θα δεις!
Ποτέ πια δεν θα ξαναπείς·ότι πιάνω εγώ στα χέρια, καταστρέφεται.

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΓΩΝ

Κλείσαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
ξεχνώντας τα κλειδιά από μέσα· δεν νοιάστηκαν.
Εκείνος κι Εκείνη.
Άγνωστοι μεταξύ τους, έπεσαν ο ένας, πάνω στον άλλον.
Συγνώμη, ψιθύρισαν κι οι δυο μαζί.
Κοιτάχτηκαν, φιλήθηκαν κι ενώθηκαν.
Έγιναν ένα, έτσι· τόσο απλά.
Στην πλατεία, των αστέγων.
Έπιασε μπόρα· κοιτάχτηκαν, κοίταξαν γύρω, στέγη καμιά·
μόνο κάτι σπασμένα κεραμίδια, στο λιθόστρωτο
της πλατείας των αστέγων και μια χθεσινή εφημερίδα,
που άπλωσαν στα κεφάλια τους, να μη βραχούν.
Θα τη διάβαζαν αργότερα· μετά τη βροχή.
Η εφημερίδα έλιωσε, μαζί και τα χθεσινά νέα.
Να χτίσουμε μια κάμαρη - είπε εκείνος.
Κάπου, μακριά· μακριά κι όμορφα.
Εκείνη, συμφώνησε κι έφυγαν απ την πλατεία των αστέγων.
Κοίτα ένα ρέμα, ένα πλατάνι, μια λεύκα μ’ ασημόλευκα φύλλα!
Εδώ στο πλάτωμα, θα στήσουμε την κάμαρη!
Το άλλο πρωί, τους βρήκε πάλι άστεγους.
Η κατολίσθηση βλέπεις, τα πήρε.
Εκείνος, έφευγε κι Εκείνη, φώναζε.
Γύρνα, θα στήσουμε μιαν άλλη κάμαρη, πολύ πιο γερή.
Εκείνος, αποκρίθηκε· δε φταίει η κάμαρη,
φταίει που δε σφάξαμε έναν κόκορα, στα θεμέλια.
Δεν κρεμάσαμε ένα μαντίλι, σε ξύλινο ιστό.
Φεύγοντας, πήρε μαζί του, το διαυγές εκμαγείο της μορφής της.
Το κενό της· που έμεινε για πάντα κενό - στην ψυχή του.

ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αποσταμένος, έσκυψε ίσα μ’ ένα κεφάλι, να περάσει
τη θολωτή χαμηλή πόρτα σου κι έκατσε να ξαποστάσει
στο κομμένο ακόμα φρέσκο σκαμνί, στη γωνιά.
Όσο εσύ του ‘τριβες απαλά τ’ ακροδάχτυλα των ποδιών του,
‘κείνος, ατένιζε τον απέναντι τοίχο, αναμοχλεύοντας
στο μυαλό, να βρει χαμένες μνήμες.
Κι όταν εσύ τράβηξες απαλά το σεντόνι του κρεβατιού,
νωπό ακόμη απ’ τον ίδρωτα του κορμιού σου
να του σκουπίσεις τα πόδια, έξω, έσκαζε η άνοιξη
μπουμπούκια ζωής, ενώ σε λίγο, εκείνος θα πέθαινε…
Μαρία Μαγδαληνή.

ΑΣΠΙΔΑ

Στέγη που δεν θα παινέψεις, θα πέσει να σε πλακώσει.
Έτσι λέν’ οι παλιοί, έτσι λέν’ κι οι καινούργιοι.
Περπάτησα στ’ αλφάβητο, ισορροπώντας.
Όλα τα τήρησα - έφτιαξα γερή τη στέγη.
Στο κατόπι, την παίνεψα.
Θες απ’ το σάρακα, θες απ’ τον κεραυνό, θες να ‘πεσε
κανένα από κείνα τ’ άστρα με τη μακριά χαίτη,
έπεσε η στέγη και με πλάκωσε.
Τρεις χειμώνες, δυο άνοιξες κι ένα καλοκαίρι,
με βρήκαν στην εντατική διασωληνωμένο.
Οι άγγελοι, σήκωσαν τα φτερά ψηλά,
Οι δαίμονες, τα πόδια ( για γιατρούς, καθόλου δεν συζητούμε ).
Ως που σε μια στροφή του λήθαργου, φάνηκες.
Τραβώντας τους επιδέσμους της ψυχής μου, σήκωσες
πιο πάνω κι από μένα το χαμογέλιο σου, το χαμοβλέμμα σου,
φτιάχνοντας μια ασπίδα που δεν την τρώει σάρακας,
δεν την περνάει κεραυνός, ούτε άστρα με τη χαίτη.
Πως ν’ αρνηθώ μια τέτοια στέγη;
Έστω κι αν είναι προσωρινή.
Έστω … κι αν είμαι φιλοξενούμενος.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΤΕΣ

Τελειώνοντας τη συμφωνία τους του φευγιού του, εκείνη, είπε·
σήμερα, δε θα κλάψω· την ώρα που στάλες βροχής,
τάραζαν το μαύρο της νύχτας,
που λες κι ήταν ένα με το μαύρο των μαλλιών της.

Εκείνος, την ίδια ώρα, είδε πως το μαύρο, δεν ήταν της νύχτας.
Ήταν το ταραγμένο μαύρο της ψυχής της, μέσα στην καταιγίδα.
Του το επιβεβαίωσαν τα δυό ρυάκια δάκρυα που κύλησαν
στις μέσα άκριες των ματιών της.

Τελειώνοντας τη συμφωνία τους του φευγιού του, εκείνος, είπε·
θα φύγω ψύχραιμος· την ώρα που ένας κόμπος τον έπνιγε στο λαιμό
σαν κόμπος σχοινιού αγχόνης πάνω στην καρωτίδα·
ενώ την ίδια ώρα, με μιά κλωτσιά, πέταξε μακριά το σκαμνί
που χώριζε τα πόδια του απ’ το κενό.