Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

ΑΣΠΙΔΑ

Στέγη που δεν θα παινέψεις, θα πέσει να σε πλακώσει.
Έτσι λέν’ οι παλιοί, έτσι λέν’ κι οι καινούργιοι.
Περπάτησα στ’ αλφάβητο, ισορροπώντας.
Όλα τα τήρησα - έφτιαξα γερή τη στέγη.
Στο κατόπι, την παίνεψα.
Θες απ’ το σάρακα, θες απ’ τον κεραυνό, θες να ‘πεσε
κανένα από κείνα τ’ άστρα με τη μακριά χαίτη,
έπεσε η στέγη και με πλάκωσε.
Τρεις χειμώνες, δυο άνοιξες κι ένα καλοκαίρι,
με βρήκαν στην εντατική διασωληνωμένο.
Οι άγγελοι, σήκωσαν τα φτερά ψηλά,
Οι δαίμονες, τα πόδια ( για γιατρούς, καθόλου δεν συζητούμε ).
Ως που σε μια στροφή του λήθαργου, φάνηκες.
Τραβώντας τους επιδέσμους της ψυχής μου, σήκωσες
πιο πάνω κι από μένα το χαμογέλιο σου, το χαμοβλέμμα σου,
φτιάχνοντας μια ασπίδα που δεν την τρώει σάρακας,
δεν την περνάει κεραυνός, ούτε άστρα με τη χαίτη.
Πως ν’ αρνηθώ μια τέτοια στέγη;
Έστω κι αν είναι προσωρινή.
Έστω … κι αν είμαι φιλοξενούμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: