Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΓΩΝ

Κλείσαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
ξεχνώντας τα κλειδιά από μέσα· δεν νοιάστηκαν.
Εκείνος κι Εκείνη.
Άγνωστοι μεταξύ τους, έπεσαν ο ένας, πάνω στον άλλον.
Συγνώμη, ψιθύρισαν κι οι δυο μαζί.
Κοιτάχτηκαν, φιλήθηκαν κι ενώθηκαν.
Έγιναν ένα, έτσι· τόσο απλά.
Στην πλατεία, των αστέγων.
Έπιασε μπόρα· κοιτάχτηκαν, κοίταξαν γύρω, στέγη καμιά·
μόνο κάτι σπασμένα κεραμίδια, στο λιθόστρωτο
της πλατείας των αστέγων και μια χθεσινή εφημερίδα,
που άπλωσαν στα κεφάλια τους, να μη βραχούν.
Θα τη διάβαζαν αργότερα· μετά τη βροχή.
Η εφημερίδα έλιωσε, μαζί και τα χθεσινά νέα.
Να χτίσουμε μια κάμαρη - είπε εκείνος.
Κάπου, μακριά· μακριά κι όμορφα.
Εκείνη, συμφώνησε κι έφυγαν απ την πλατεία των αστέγων.
Κοίτα ένα ρέμα, ένα πλατάνι, μια λεύκα μ’ ασημόλευκα φύλλα!
Εδώ στο πλάτωμα, θα στήσουμε την κάμαρη!
Το άλλο πρωί, τους βρήκε πάλι άστεγους.
Η κατολίσθηση βλέπεις, τα πήρε.
Εκείνος, έφευγε κι Εκείνη, φώναζε.
Γύρνα, θα στήσουμε μιαν άλλη κάμαρη, πολύ πιο γερή.
Εκείνος, αποκρίθηκε· δε φταίει η κάμαρη,
φταίει που δε σφάξαμε έναν κόκορα, στα θεμέλια.
Δεν κρεμάσαμε ένα μαντίλι, σε ξύλινο ιστό.
Φεύγοντας, πήρε μαζί του, το διαυγές εκμαγείο της μορφής της.
Το κενό της· που έμεινε για πάντα κενό - στην ψυχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: