Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

ΠΟΤΕ ΠΙΑ

Κοιτώντας στη βιτρίνα του καταστήματος, είδες
στην αντανάκλαση του γυαλιού, ένα μεγάλο γκρίζο
σύννεφο που έβαψε κι αυτά τα γυναικεία παπούτσια
που κοιτούσες, γκρίζα.
Κοίταξες τη δική σου αντανάκλαση (και εμένα) κι είπες:
ότι πιάνω εγώ στα χέρια, καταστρέφεται.
Ίσως, γιατί μέσα στο σκοτάδι της μοναξιάς
και της αναζήτησης, διαλέγεις μόνο με τη μιά αίσθηση·
αυτή της αφής, τα πιο εύθραυστα και ραγισμένα
που με το πρώτο φως του Ήλιου σπάνε σε χίλια
μύρια κομματάκια.

Δοκίμασε να διαλέξεις και με τις πέντε αισθήσεις
και θα δεις!
Ποτέ πια δεν θα ξαναπείς·ότι πιάνω εγώ στα χέρια, καταστρέφεται.

ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΓΩΝ

Κλείσαν τις πόρτες των σπιτιών τους,
ξεχνώντας τα κλειδιά από μέσα· δεν νοιάστηκαν.
Εκείνος κι Εκείνη.
Άγνωστοι μεταξύ τους, έπεσαν ο ένας, πάνω στον άλλον.
Συγνώμη, ψιθύρισαν κι οι δυο μαζί.
Κοιτάχτηκαν, φιλήθηκαν κι ενώθηκαν.
Έγιναν ένα, έτσι· τόσο απλά.
Στην πλατεία, των αστέγων.
Έπιασε μπόρα· κοιτάχτηκαν, κοίταξαν γύρω, στέγη καμιά·
μόνο κάτι σπασμένα κεραμίδια, στο λιθόστρωτο
της πλατείας των αστέγων και μια χθεσινή εφημερίδα,
που άπλωσαν στα κεφάλια τους, να μη βραχούν.
Θα τη διάβαζαν αργότερα· μετά τη βροχή.
Η εφημερίδα έλιωσε, μαζί και τα χθεσινά νέα.
Να χτίσουμε μια κάμαρη - είπε εκείνος.
Κάπου, μακριά· μακριά κι όμορφα.
Εκείνη, συμφώνησε κι έφυγαν απ την πλατεία των αστέγων.
Κοίτα ένα ρέμα, ένα πλατάνι, μια λεύκα μ’ ασημόλευκα φύλλα!
Εδώ στο πλάτωμα, θα στήσουμε την κάμαρη!
Το άλλο πρωί, τους βρήκε πάλι άστεγους.
Η κατολίσθηση βλέπεις, τα πήρε.
Εκείνος, έφευγε κι Εκείνη, φώναζε.
Γύρνα, θα στήσουμε μιαν άλλη κάμαρη, πολύ πιο γερή.
Εκείνος, αποκρίθηκε· δε φταίει η κάμαρη,
φταίει που δε σφάξαμε έναν κόκορα, στα θεμέλια.
Δεν κρεμάσαμε ένα μαντίλι, σε ξύλινο ιστό.
Φεύγοντας, πήρε μαζί του, το διαυγές εκμαγείο της μορφής της.
Το κενό της· που έμεινε για πάντα κενό - στην ψυχή του.

ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ

Αποσταμένος, έσκυψε ίσα μ’ ένα κεφάλι, να περάσει
τη θολωτή χαμηλή πόρτα σου κι έκατσε να ξαποστάσει
στο κομμένο ακόμα φρέσκο σκαμνί, στη γωνιά.
Όσο εσύ του ‘τριβες απαλά τ’ ακροδάχτυλα των ποδιών του,
‘κείνος, ατένιζε τον απέναντι τοίχο, αναμοχλεύοντας
στο μυαλό, να βρει χαμένες μνήμες.
Κι όταν εσύ τράβηξες απαλά το σεντόνι του κρεβατιού,
νωπό ακόμη απ’ τον ίδρωτα του κορμιού σου
να του σκουπίσεις τα πόδια, έξω, έσκαζε η άνοιξη
μπουμπούκια ζωής, ενώ σε λίγο, εκείνος θα πέθαινε…
Μαρία Μαγδαληνή.

ΑΣΠΙΔΑ

Στέγη που δεν θα παινέψεις, θα πέσει να σε πλακώσει.
Έτσι λέν’ οι παλιοί, έτσι λέν’ κι οι καινούργιοι.
Περπάτησα στ’ αλφάβητο, ισορροπώντας.
Όλα τα τήρησα - έφτιαξα γερή τη στέγη.
Στο κατόπι, την παίνεψα.
Θες απ’ το σάρακα, θες απ’ τον κεραυνό, θες να ‘πεσε
κανένα από κείνα τ’ άστρα με τη μακριά χαίτη,
έπεσε η στέγη και με πλάκωσε.
Τρεις χειμώνες, δυο άνοιξες κι ένα καλοκαίρι,
με βρήκαν στην εντατική διασωληνωμένο.
Οι άγγελοι, σήκωσαν τα φτερά ψηλά,
Οι δαίμονες, τα πόδια ( για γιατρούς, καθόλου δεν συζητούμε ).
Ως που σε μια στροφή του λήθαργου, φάνηκες.
Τραβώντας τους επιδέσμους της ψυχής μου, σήκωσες
πιο πάνω κι από μένα το χαμογέλιο σου, το χαμοβλέμμα σου,
φτιάχνοντας μια ασπίδα που δεν την τρώει σάρακας,
δεν την περνάει κεραυνός, ούτε άστρα με τη χαίτη.
Πως ν’ αρνηθώ μια τέτοια στέγη;
Έστω κι αν είναι προσωρινή.
Έστω … κι αν είμαι φιλοξενούμενος.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΟΤΕΣ

Τελειώνοντας τη συμφωνία τους του φευγιού του, εκείνη, είπε·
σήμερα, δε θα κλάψω· την ώρα που στάλες βροχής,
τάραζαν το μαύρο της νύχτας,
που λες κι ήταν ένα με το μαύρο των μαλλιών της.

Εκείνος, την ίδια ώρα, είδε πως το μαύρο, δεν ήταν της νύχτας.
Ήταν το ταραγμένο μαύρο της ψυχής της, μέσα στην καταιγίδα.
Του το επιβεβαίωσαν τα δυό ρυάκια δάκρυα που κύλησαν
στις μέσα άκριες των ματιών της.

Τελειώνοντας τη συμφωνία τους του φευγιού του, εκείνος, είπε·
θα φύγω ψύχραιμος· την ώρα που ένας κόμπος τον έπνιγε στο λαιμό
σαν κόμπος σχοινιού αγχόνης πάνω στην καρωτίδα·
ενώ την ίδια ώρα, με μιά κλωτσιά, πέταξε μακριά το σκαμνί
που χώριζε τα πόδια του απ’ το κενό.

ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ

Γαλήνια μουσική η βροχή, όταν χτυπά
στης οροφής τα τσίγκια και δε με βρέχει.

Άγιος έρωτας ο κεραυνός, όταν σκίζει
στα δυό τον ουρανό και δεν πέφτει
στο ψηλότερο δένδρο της αυλής μου.

Γλυκές ερωμένες το χιόνι κι οι νιφάδες
όταν το κοιτώ πλάι απ’ το ζεστό μαγκάλι
πίσω απ’ το χνωτισμένο τζάμι, όταν δε με παγώνει.

Τι όμορφοι είναι μπρος μου αυτοί οι παγωμένοι
σταλακτίτες, όταν δεν τρυπούν την ψυχή μου.
ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ

Να βάλω νερό και κεχρί στην καρδερίνα
Να δώσω γάλα με ψωμί στη γάτα
Να ποτίσω τα λουλούδια
Να ρίξω ξύλα στον Ήλιο, μη σβήσει

ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΆΣΕΙΣ

Να μου δώσεις δυό κόκκους αγάπης
κι ένα σου χαμόγελο.

ΛΕΙΨΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Βλέπω το καλοκαίρι που έρχεται·
σ’ ολόγιομο σκοτεινό Φεγγάρι μοιάζει,
ή σ’ Ήλιο χλωμό που πάει να σβήσει.
Αυτό το καλοκαίρι, θα φύγεις
το είδα χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου.
Το είδα σήμερα στα μάτια σου
τ’ ακούω τώρα στη φωνή σου.

Εγώ…δε θα ‘ρθώ μαζί σουθα μείνω εδώ καθηλωμένος
δεμένος στα δεσμά της ελευθερίας μου.
Δεν έχω τη δύναμη να σπάσω αυτά τα δεσμά
όσο δελεαστικός κι αν είναι ο παράδεισός σου.
Δεν τη μπορώ αυτή τη διαχωριστική γραμμή
που δεν μπορούν οι μέσα του να δρασκελίσουν.

Εγώ… θα παραμείνω εδώ καθηλωμένος
δεμένος στα δεσμά της ελευθερίας μου.
Εγώ… δε θα ‘ρθώ μαζί σου.

Ο ΜΟΝΤΈΡΝΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

(Πρώτη παράσταση)
Εγώ εδώ·
με τα χέρια στο τραπεζομάντιλο
με τις λευκές μαργαρίτες στο γαλάζιο φόντο
και τα μάτια να κοιτούν τ’ αρμυρίκι
που βλάστησε και μου κρύβει λίγο απ’ το γιαλό
και λίγο απ’ τ’ απέναντι βουνό.
Αριστερά μου ο Ήλιος δύει και δεξιά μου
κελαηδεί μιά καρδερίνα· - ίσως μόνο για ‘μένα.
Η νύχτα έρχεται σκορπώντας μιά χρυσοκόκκινη
απαλή σιωπή, πριν αναδυθούν στο νερό
τα εκκλησιαστικά όργανα κι αρχίσουν να παίζουν
τη μουσική των αγίων θαλασσινών.


(Δεύτερη παράσταση)
Εσύ εκεί·
με τα χέρια στο πλαστικό τραπεζομάντιλο
πίσω από ένα ποτήρι κι ένα μπουκάλι Johnnie
πλάι στα καλάθια με τα σκονισμένα γαρύφαλλα
και τις χαρτοπετσέτες που για κάποιο λόγο θα πετάξεις.
Με τα μάτια καρφωμένα στον διασκεδαστή
παρ’ ολίγον τραγουδιστή που σου κρύβει
λίγο απ’ το μπουζούκι και λίγο απ’ τον μπουζουξή.
Αριστερά σου το γκαρσόνι σε κοιτά στα μάτια
και δεξιά σου περιμένει η λουλουδού· ίσως για ‘σένα.
Ακριβώς πάνω σου, τα φώτα· φώτα πολλά και δυνατά
που θολώνουν το μυαλό και τυφλώνουν την ψυχή σου.

ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Το μέτωπο του σκασμένο απ’ την αρμύρα
σαν τ’ οργωμένο χωράφι που έσπερνε τη φάβα του.
Κάτω απ’ το καρό πουκάμισο, γυμνό το κορμί του.
Κάτω απ’ το γυμνό κορμί του, γυμνή η ψυχή του.
Κάθεται στο κατώφλι της πόρτας της άλλης ζωής,
περιμένοντας το καμπανάκι του Παραδείσου να ηχήσει,
να δρασκελίσει μέσα επιτέλους, να ξαποστάσει.
Ως τότε, τρίβει δυνατά τα γόνατά του, ν’ απαλύνει
τον πόνο από το βάρος των χρόνων που κουβαλά.
Τα μάτια του θωρώντας μας, μας φώναξαν:
Κοιτάξτε με, έφτασα στο τέλος· - γέρασα.
Δεν έζησα τον έρωτα, δεν χάρηκα την αγάπη
δεν γλέντησα την ευτυχία· - με προσπέρασε κι αυτή.
Έκανα όμως πλούτη, που στην άλλη ζωή δεν περνούν.
Ζήστε τη ζωή, χαρείτε τον έρωτα και την αγάπη.
Ψηλώστε το χέρι στο δένδρο, να κόψτε καρπούς ευτυχίας.

Εμείς
τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια πιο πίσω,
δεν τον ακούγαμε καν· - μόνο φιλονικούσαμε
πως θα χωρίσουμε στα δυό, τρία κοχύλια
που βρήκαμε στο γιαλό।

ΑΠΟΥΣΙΑ

Ντάλα μεσημέρι.
Το φρεσκοβαμμένο λευκό σκαρί.
Το μαυρισμένο κορμί σου στον Ήλιο.
Η μαύρες πέτρες, σε παρατηρούσαν.
Το μονοπάτι της Νέας Καμένης.
Το ανηφορίζω.
Στέκομαι στην κοιλιά της.
Σκύβω, την αγγίζω· - καίει.
Στη μήτρα της, εγκυμονεί καυτή λάβα.
Με τα δάχτυλά μου, χαϊδεύω τον αφαλό της,
λες να την καλοπιάσω, μη και γεννήσει τώρα।
Τα καλοπιάσματά μου, πέτυχαν.
Γυρίζω στο φρεσκοβαμμένο λευκό σκαρί.

Εσύ… είχες φύγει με τη σωσίβια λέμβο.

Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ

Όμορφα τα λόγια σου που μου ‘δωσες.
Είχαν και μιά ακαθόριστη γεύση
που σου άφηνε κάτι γλυκόστυφο στον ουρανίσκο
σαν από φρούτα που δεν ωρίμασαν ακόμη
μα τα τρως, γιατί ο Αύγουστος σου φαίνεται ακόμη
πολύ μακριά και εσύ, ίσως να απουσιάζεις.
Ποτέ δεν μου συγχώρησες που δεν τα έβαλα αμέσως
στο ψυγείο, αλλά τα άφησα στο φώς της μέρας
και πολύ χειρότερα, σε θερμοκρασία δωματίου.
Σάπισαν· - ακόμη και τα μήλα και τα σταφύλια
σαπίζουν· - μου δικαιολογήθηκες.
Θα σου δώσω άλλα μου υποσχέθηκες,
χωρίς να δεις, πως ο αχθοφόρος που τα κουβαλούσε,
κοιτάζοντας μιά χανούμισσα που χόρευε πρόστυχο
τσιφτετέλι, δεν είδε μιά σταγόνα δάκρυ στο δρόμο του
κι έπεσε μέσα.

ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Αν ήξερα χθες,
πως το ξημέρωμα θα σάλπαρες
για δρόμους μακρινούς θαλασσινούς,
θα σου ‘χα υφάνει μ’ ατσάλινη κλωστή
γερά πανιά, να μη τα σκίζει ο αγέρας
να μη τα τρώει η αρμύρα।
Θα σου ‘πλεκα, ψάθινο πλατύγυρο καπέλο
μη δει το πρόσωπό σου ο ‘Ήλιος και ζηλέψει।
Θα γέμιζα, επτά σταμνιά γλυκό νερό.
Ένα σταμνί, για κάθε θάλασσα,
ποτέ να μη διψάσουν, τα κοραλλένια χείλη σου.
Θα σου έδινα κι ένα γυαλί,
να βλέπεις στο βυθό τους σφουγγαράδες.
Θα σου έδινα και το στερνό θαλασσοπούλι,
πάντα να σου δείχνει στις στεριές, τους παραδείσους.

Εσύ, σαλπάρισες γυμνή· - χωρίς εφόδια.
Χωρίς καν, το τσιμπιδάκι των φρυδιών σου.

ΒΑΘΥ ΤΡΑΥΜΑ

Κοιτούσε την πληγή στο στήθος του.
Τον πονούσε· - τον πονούσε, αφόρητα.
Δεν ήταν από σφαίρα η μαχαιριά,
από λόγια αγαπημένων ήταν.

Γι’ αυτό και δεν αιμορραγούσε।

Η ΞΕΝΗ ΚΑΜΑΡΗ

Είχε συνηθίσει την ακαταστασία
σ’ εκείνη την κάμαρη και στο μυαλό του।
Ένα ρούχο πεταμένο εδώ, ένα μαξιλάρι εκεί.
Μιά σκέψη πεταμένη παραπέρα,
κάποιες αποφάσεις κάτω απ’ το κρεβάτι
μαζί με τις παντόφλες του।
Είπε λοιπόν, να βάλει μιά τάξη
στην κάμαρη και στο μυαλό του· - το έκανε।
Ύστερα, έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Του φάνηκαν όλα ξένα.
Δεν ήταν τίποτε δικό του.
Τράβηξε την πόρτα πίσω του να κλείσει.
Πήρε το Φεγγάρι αγκαζέ
να ‘χει κάτι να του κάνει συντροφιά
κι έφυγε.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

ΑΝ... ΉΣΟΥΝ

Αν ήσουν στο μέλλον μου μπροστά,
παχύ το στρώμα της ομίχλης, θα σε κάλυπτε.
Δεν θα ‘ξερα πως είσαι εκεί, και πως με περιμένεις.
Δεν θα ‘σουν λόγχη καρφωμένη στο στήθος μου βαθειά.
Μα είσαι στο παρελθόν μου, πίσω.
Πίσω από παχύ, διάφανο κρύσταλλο γυαλί,

που δεν μπορώ να διαπεράσω,
παρά μόνο, με της μνήμης μου τα μάτια.
Ας ήταν ψυχές μου, να μην είχα μνήμη, θύμηση·

τις θύμισές μου, ας τις έπαιρνε σκοτάδι.
Ή… ας ήταν ν’ άπλωνες το χέρι,
μέσα στο διάφανο γυαλί, να ιάσεις την πληγή μου.

ΕΙΚΟΝΕΣ


Κόκκινο, θολό, αιμάτινο φεγγάρι
ανέτειλε στο προσκεφάλι μου·
εικόνα θλιβερή.
Ο γκιώνης χωρίς πανωφόρι στο χιονιά,κοκάλωσε.
Η αλεπού, αλυχτάει πίσω από το φράχτη

και πέθανε από προσμονή.
Ο υπάλληλος του δήμου θα μαζέψει το κουφάρι της.
Δεν μου μένει τίποτε,
εκτός ‘τούτη τη λάμπα πετρελαίου, που σε λίγο σβήνει.
Η πόρτα μου, είναι απ’ έξω κλειδωμένη.

ΠΡΕΠΕΙ

Πρέπει να ξεκρεμάσω την καινούρια μου ζακέτα
από ‘κείνο το σκουριασμένο καρφί
που μου λέρωσε τον τοίχο.
Μάλλον θα πρέπει να βγάλωτο καρφί από τον τοίχο.
Ή, ακόμη καλύτερα, πρέπεινα γκρεμίσω τελείως τον τοίχο
και ν’ αγοράσω μιά καινούργια ντουλάπα,
μιά καινούργια κρεμάστρα,
να φυλάξω εκεί τη ζακέτα μου
όπως φυλάω στο ντουλάπι της κουζίνας
την πικραμένη μου αγάπη,
κλεισμένη μέσα σ’ ένα πικραμύγδαλο.

...και ήρθαν κάτι μαύρα πουλιά, και καθίσαν στην ψυχή μου.

ΡΩΤΩΝΤΑΣ…

ΡΩΤΩΝΤΑΣ…

Μου είπαν πως σ’ είδαν κάποιες νύχτες,
καβάλα σε μια φέτα φεγγάρι
να τριγυρνάς σ’ ακρογιαλιές.
Στοίχειωσα γυρνώντας τες, να βλέπω μόνο
πυροφάνια, στις τράτες των ψαράδων.

Μου είπαν πως ήσουν όνειρο πρωινό,
που ‘ψαχνε, στον ύπνο μου να ‘ρθεί.
Βάλθηκα, να ξυπνώ αργά το πρωί,
μα το μόνο που έβλεπα, ήταν μια περιπλανώμενη
μοναχική φέτα φεγγάρι, σ’ άναστρο ουρανό.

Κάποιος περαστικός,
μου ‘πε, πως σε βλέπει στα μάτια μου.
Έτρεξα στον καθρέφτη - δεν είδα τίποτα.
Κοιτώντας όμως πιο βαθιά, σε είδα στην ψυχή μου.
Ξέρεις, ποτέ δεν κοίταξα βαθιά μέσα μου.
Και έψαχνα…

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Αυτή η μικρή ασήμαντη φωτεινή ραγισματιά
στην αντανάκλαση της νύχτας
πάνω στον σπασμένο καθρέφτη σου,

δε μ’ αφήνει να δω ούτε το κρυστάλλινο
ανθοδοχείο με τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα
πάνω στο τραπέζι, ( μόνο το τραπεζομάχαιρο
είναι ορατό ) ούτε το πλέων πολύτιμο πετράδι
του κόσμου, που ίσως έχεις κρυμμένο στην άβυσσο
της ψυχής σου· - και να ξέρεις· δεν θα ‘χει ποτέ
καμιά αξία αν κάποιος δεν το βρει.

ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ

Σ’ έχασα Περσεφόνη μου…
μονάκριβο στολίδι της ψυχής μου.
Η τελευταία φορά που σ’ είδα με την άκρη του ματιού μου,
ήταν σαν ήσουνα, στου Πλούτωνα το άρμα θρονιασμένη·
μα δεν μου φάνηκες καθόλου πικραμένη που θα κατέβαινες,

βασίλισσα στου κάτω κόσμου τα παλάτια,
αφήνοντας σε μας που σ’ αγαπήσαμε,
τον νάρκισσο που δεν πρόλαβες να κόψεις.
Ήρθε χειμώνας· η Δήμητρα τρύπωσε στο πετσί μου
κι εγώ στο δικό της· ν’ αποφύγουμε το ψύχος της μοναξιάς.
Ήρθε η άνοιξη
Ήρθε το καλοκαίρι
Ήρθε το φθινόπωρο
και ‘μείς οι άμοιροι, του κάκου περιμένουμε.
Εσύ έχεις φάει τα εφτά σπυριά απ’ το ρόδι Περσεφόνη μου
κι ο Πλούτωνας, αθέτησε το λόγο του στον Δία.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Απόψε, θα διαβώ τους είκοσι δύο κύκλους
του φεγγαριού, που μας χωρίζουν.
Θα σπάσω το φράγμα της σιωπής ανάμεσά μας,
και θα σου πω - κοίτα αυτό το τριαντάφυλλο,
που αφήνω στα κλειστά παραθυρόφυλλά σου.
Στα κόκκινα πέταλά του, χαμόγελο αθώου βρέφους.
Στο μίσχο του, ήβη εφήβου και στ’ άρωμα του,
η μυρουδιά του άντρα που σε πόθησε και σ’ έκανε δική του,
κάτω απ΄ το φως των άστρων και του φεγγαριού.
Κάτω απ’ το σύγνεφο που δάκρυζε, για να δροσίσει,
όταν ο ζηλιάρης Ήλιος έκαιε επίμονα τα σώματα
στ’ αυγουστιάτικα μεσημέρια.

Ως κι ο Θεός είχε σταθεί καταμεσήμερο,
να θαυμάσει το έργο του. ( Θυμάσαι );

Όμως, εσύ, θα προσπεράσεις - το ξέρω.
Εγώ απόψε αγαπημένη, να ξέρεις, θα’ ρθώ.
Μόνο… δε ξέρω, σε ποιο απόψε.
Σε ποιον κύκλο φεγγαριού.



Μάλλον, απ' τη θάλασσα θα ΄ρθει... η ευτυχία!

ΑΧ… ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΜΟΥ

Αυτό το καλοκαιρινό μελαγχολικό απομεσήμερο
οι στάλες τις όψιμης βροχής
μου έφεραν ένα μικρό αγίνωτο φραγκόσυκο.
Ένιωσα τη στυφάδα του στον ουρανίσκο μου
κι έγινα αμέσως, μικρότερος·- πολύ μικρότερος
ίσα μ’ ένα τζιτζίκι χωρίς διάφανα φτερά.
Ανέβηκα στην πλάτη του χελιδονιού
να ταξιδέψω τις θάλασσες και τα χωριά
της έξω Μάνης, να πάω στα ψηλά πυργόσπιτα
που φτάνουνε τον ουρανό, χαϊδεύοντας τα σύννεφα.
Ν’ αφήσω εκεί τις προσευχές και τις ελπίδες μου
να ‘ναι κοντύτερα στο μεγάλο μου Θεό και τους Αγίους·
τους αγγέλου και τις ψυχές.
Αχ… χελιδόνι μου
τα σκόρπια ερείπια κι ο πέτρινος τοίχος
μου μαρτύρησαν πως κάποτε εκεί υπήρχε
αυτό που ζητούσα.
Τώρα…
ο μόνος οικοδεσπότης που μ’ υποδέχθηκε
ήταν μια επιθετική φραγκοσυκιά
μη μ’ αφήνοντας με τ’ αγκάθια της, να προσεγγίσω
τις φυλακισμένες ψυχές του πυργόσπιτου
που κρατούσε βαθιά στους καρπούς της.
.

ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ

ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ

Το δοξάρι κλαίει πάνω στη χορδή του βιολιού,
τις άλλες τις σπασμένες και τον ονειροναύτη
που τρέχει αλλόφρονας πάνω στο χωρίς οξυγόνο
όνειρό του, προσπαθώντας ν’ αποφύγει
τις σταγόνες της αμφιβολίας, που έβρεξε
ο εφιάλτης του

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ

Πέρασες γυναίκα και με ρώτησες:
Εσύ; Τι είσαι;
Σου απάντησα:
Μια ξεχασμένη ανατολή, μια ξεχασμένη δύση.
Μια ξεχασμένη συγνεφιά, μια ξεχασμένη νύχτα.
Ένα ξεχασμένο όνειρο, ένα ξεχασμένο πλάνο.

ΤΙΠΟΤΑ!

Τραβώντας τα δίχτυα του ο ψαράς, φώναζε:
Έπιασα τη θάλασσα στα δίχτυα μου! Τρέξτε!
Μα όταν καλάρισε στη βάρκα τα δίχτυα του και είδε…
Τίποτα.
.

ΔΑΚΡΥΑ ΒΡΟΧΗ

Η βροχή, έβρεχε στάλες τα δάκρυα πάνω στη καρέκλα
που ‘ταν ξεχασμένη στην άκρη του πεζοδρομίου.
Πολλοί κουρασμένοι διαβάτες, προσπερνούσαν πλάι της·
Όμως, ούτε ένας δεν σκέφτηκε να κάτσει πάνω της,
να ξαποστάσει· ώσπου… την πήρε το αυτοκίνητο του δήμου.

ΤΙΜΙΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Χθες βράδυ, βαριά συγνεφιά· κι όμως… η πανσέληνος
κατέβηκε κάτω απ’ τα σύγνεφα, για χάρη μου, να μου φέξει
το δρόμο προς το ξωκλήσι τ’ Αι Γιάννη του Βαπτιστή.
Μου ‘φεξε και την τελευταία ανηφορίτσα, που οδηγεί
στην πόρτα της Εκκλησιάς με το σκουριασμένο κλειδί,
δεμένο απ’ το σπάγκο· το γύρισα και μπήκα, να κλέψω
τη σκιά της μορφής σου, που ‘χες αφήσει εκεί στο στασίδι
ανάβοντας δυό κεράκια στη μνήμη μας.
Στο μανουάλι, δυό δάκρυα ήταν ακόμη αναμμένα.
Στο θυμιατό, ακόμη το λιβάνι σιγόκαιγε πάνω στα
κατάμαυρα, σαν την ψυχή μου, καρβουνάκια.
Στο σκαλοπάτι του Ιερού, το εκμαγείο σου
όπως το ‘χες αφήσει, τάμα στην εικόνα, φεύγοντας.
Τράβηξα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα κι έφυγα,
μη γίνω ιερόσυλος.

ΑΦΘΟΝΙΑ

Εκεί που τέλειωνε το μπλε της θάλασσας
εκεί αρχίναγε το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Πάνω στην ένωση, το κατάλευκο κοχύλι
τραγουδούσε εύθυμα σκοπούς ερωτικούς,
κάθε που ο αγέρας, φυσούσε την πνοή του.
Στο ξύλινο τραπέζι ένα κομμάτι ψωμί,
ένα σπασμένο ρόδι, ένα τσαμπί άσπρο σταφύλι,
ένα τσαμπί κόκκινο κι ένα σταμνί φρέσκο νερό.
Εκείνος, κοιτούσε τις σταγόνες του ίδρωτα
που κυλούσαν στον αρμό της ραχοκοκαλιάς
λίγο πιο πάνω απ’ τους γλουτούς
στη βάση της μέσης της.
Άστραψε το μάτι του μόνο στη σκέψη πως εκεί,
θα έκανε το μεσημεριανό του μπάνιο.

Ειλικρινά, δεν ήθελε τίποτε άλλο απ’ τη ζωή του.

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ

Το παιδί ήταν σερνικό και το ‘παν, Νικόλα.
ξεστράτιζε τ’ άτιμο κι έπαιζε στο κατώι
κυνηγώντας τις κότες και τραβώντας τα βυζιά της γίδας.
Μεγάλωσε· άντρειεψε κι έπαιζε με το μουλάρι
ζεύοντάς του τ’ αλέτρι, (σαν δέναμε τα ντενεκέδια
στην ουρά του σκύλου) άνοιγε αυλακιές στο χώμα.
Παντρεύτηκε κιόλας μιά νια, τη Μαρία.
Γέρασε - κύρτωσε - απόκαμε απ’ το παιχνίδι
κι έψηνε στραγάλια στου τζακιού τη θράκα,
κόβοντας μπουκιές μπομπότα με τα μισόγερα δόντια
και καταπίνοντας γουλιές ευτυχίας, που σύναζε
στο κατώι όλα αυτά τα χρόνια του παιχνιδιού.
Ένα απόγιομα στο κατώφλι του σπιτιού
αγνάντευε πέρα ο μπάρμπα Νικόλας, όταν η γριά του
η Μαρία τον ρώτησε· - Νικόλα, τι κάνεις εκεί;
Εκείνος αποκρίθηκε· - τράω το χωριό Μαρία
ποιος ξέρ, μπορεί να μη το ματαδώ.
Τ’ άλλο πρωί ο μπάρμπα Νικόλας είχε φύγει
αφήνοντάς μας μόνο την γελαστή μορφή του
προσωρινά, μέχρι να την χώσουμε κι αυτή στο χώμα.
Τώρα ο μπάρμπα Νικόλας, αγναντεύει από ψηλά
και κάθε που βλέπει κάποιον ρομαντικό
να ζητιανεύει σαν το παιδί των φαναριών
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, δακρύζει
και ξεσπά μπόρα στη γειτονιά μου κάνοντας
κι αυτή την σκέπη του σπιτιού μου να στάζει

ΤΑ ΒΟΓΚΗΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Στο μικρό φτωχό καφενείο του χωριού,
συναγμένοι οι χωριανοί
στα παλιά ξύλινα τραπεζάκια.
Καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες,
που κάποιος γύφτος πέρσι είχε πλέξει
(φέτος, τον περίμεναν να τις επισκευάσει)
και που πια, ποτέ κανείς δεν τον ξανά ‘δε.

Περίμεναν, να γίνει κάτι· δεν ήξεραν τι.
Ίσως το θαύμα του Σαββατόβραδου.
Ντράπηκα να ρωτήσω.
Κάθε Σαββατόβραδο λένε,
γίνεται ένα θαύμα σε κάποιο χωριό·
ίσως σήμερα, να γίνει στο δικό τους!

Μια ανάσα αγέρας ακούστηκε και μπήκε
χωρίς καν, ν’ ανοίξει η πόρτα, η Παναγιά μου!
Κάθισε στην άδεια ψάθινη καρέκλα
στην ανατολική γωνιά του μαγαζιού,
κρατώντας στ’ αριστερά της, τον μικρό χριστό.
Στα δεξιά της, μιά ανοιχτή περγαμηνή
μ’ αθετημένες υποσχέσεις.

Βούρκωσαν τα μάτια· τα πόδια με λυπήθηκαν·
με πήραν έξω, κάτω απ’ το φθινοπωρινό πλατάνι.
Άκουσα βογκητά κι αφουγκράστηκα.
Νάν’ άραγε τα βογκητά του πλάτανου;
Νάν’ άραγε τα βογκητά της ψυχής μου;
Η νάν’ τα βογκητά των αστεριών;..

ΔΥΟ ΦΟΥΧΤΕΣ ΦΩΣ

Έσφιξε τα χέρια του γροθιές
τ’ άπλωσε μπροστά
κι οι γροθιές έγιναν φούχτες.
Η μιά φούχτα η αριστερή,
να μάση φως τ’ Αυγερινού!
Η άλλη φούχτα η δεξιά,
να μάση φως της Πούλιας

ΜΑΓΕΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Η νύχτα, ο φιδίσιος δρόμος κ’ η κορφή.
Πεζός ανέβηκα χτες βράδυ, να δω κοντά
μάγισσα βασίλισσα μου, το φωτισμένο κάστρο
χρυσό στέμμα στα μαλλιά σου· με μωβ πετράδια,
κατάλευκα κοχύλια και δυό στικτά περιστέρια,
λερά απ’ το τίναγμα της πένας του ποιητή
που ενώ σου ‘γραφε εκείνο το ποίημα, τη νύχτα
που το φεγγάρι παραπλανημένο βγήκε το πρωί
πάνω στην κόκκινη μπουκεμβίλια και σάστισε όταν
ένα ζευγάρι οικόσιτα σπουργίτια του είπαν καλημέρα.
Έκανες λαγό τον ποιητή, μ’ ένα τίναγμα του μαγικού
σου ραβδιού - και τρόμαξε τόσο, όταν είδε το κρυμμένο
τριαντάφυλλο στη στροφή του φιδίσιου δρόμου,
που τρύπωσε για πάντα στο λαγούμι του.

Πεζός κατέβηκα, χωρίς να δω τον ποιητή λαγό
και το λαγούμι του.

ΝΕΑ ΣΕΛΗΝΗ

Μετά τη μπόρα, τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα
της έδειξαν το νέο μόλις δυό νυχτών φεγγάρι
που έμοιαζε χρυσό δρεπάνι έτοιμο να δρέψει…
Τα έκλεισε· βγαίνοντας, σφάλισε καλά την πόρτα
σαν να σφάλιζε πίσω εκεί το παρελθόν της.
Στάθηκε καταμεσής του δρόμου κι άφησε
το φουστάνι της να πέσει στη βρεγμένο άσφαλτο.
Έτσι θεόγυμνη όπως ήταν πήρε αγκαζέ το φεγγάρι
κι έφυγε· - από τότε τις νύχτες μου, τις φωτίζει
μιά λάμπα φθορισμού.


ΘΥΜΑΜΑΙ - ΦΟΒΑΜΑΙ

ΘΥΜΑΜΑΙ - ΦΟΒΑΜΑΙ

Θυμάμαι,
πώς τρυγούσες χρώμα απ’ το λιόγερμα
κι έδινες στα τριαντάφυλλα, να ροδίσουν.
Θυμάμαι,
πως έκρυβες στάλες βροχής στον κόρφο σου
κι έδινες στα πουλιά, να ξεδιψάσουν.
Θυμάμαι,
πως έτρωγες ένα μήλο κι έσπερνες
τα κουκούτσια στο χώμα, να βλαστήσουν.
Θυμάμαι,
πως έριχνες τ’ αλάτι πάλι στη θάλασσα,
μην τύχη και της λείψει.
Θυμάμαι,
πως ένα βράδυ του Νοέμβρη, χωρίς να λογαριάσεις
τη μοναξιά μου, πήρες την καρδιά μου κι έφυγες.
Φοβάμαι,
πως ίσως δε με θυμάσαι.

ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ

Άφησέ με σου λέω να κάτσω σε τούτη εδώ τη γωνιά,
μόνο ν’ ακούω τον ήχο των τακουνιών σου,
την ώρα που φεύγεις το πρωί για τη δουλειά.
Μόνο να βλέπω τα φώτα να σβήνουν, όταν πλαγιάζεις.
Να νιώθω τα βλέφαρά σου να κλείνουν.
Δεν κάθομαι σ’ εκείνο το κρύο παγκάκι ξανά.
Ο Ήλιος, δε με γνωρίζει να με ζεστάνει
κι ο αγέρας βοριάς, με παγώνει.
Κάνει πολύ κρύο εκεί έξω σου λέω,
άσε με να κάτσω σε τούτη εδώ τη γωνιά…

ΜΙΑ ΦΩΛΙΑ

Σαν έμπαινες,
αντίκριζες πλάι στο ζεστό αχυρένιο στρώμα
το πέτρινο τραπέζι στρωμένο, χλωρό ακόμη
χαμομήλι, τσάι βουνού και μέντα.
Το άρωμα της γυναίκας ανακατεμένο
με το άρωμα των βοτάνων, δημιουργούσε
τη μεθυστικότερη μυρωδιά ευτυχίας.
Όταν η γυναίκα έφυγε, δεν έμεινε παρά
μιά σκοτεινή τρύπα στον τοίχο.

ΜΙΣΟΣ ΤΥΦΛΟΣ

Τη νύχτα, τη βλέπω όπως κι εσείς.
Μαύρη κατάμαυρη δεν είναι;
Τη μέρα είναι που τυφλώνομαι.

ΠΕΤΩΝΤΑΣ

Τη νύχτα που πέρασε, κούνησα τα χέρια
πάνω κάτω, πάνω κάτω και πέταξα.
Ύστερα τ’ άφησα ανοιχτά σαν τα γλαροπούλια
έκανα κύκλους κ’ είδα από ψηλά τα χαμόγελα
εκείνων π’ αγαπώ και ‘κείνων που μου λείπουν.
Το πρωί που ξύπνησα ήπια καφέ, τσιγάρο
και προσγειώθηκα.
Ελπίζω και τ’ άλλο βράδυ, να ξαναπετάξω
.

ΕΛΠΙΔΑ

Ελάτε ελάτε, πλησιάστε να δείτε,
στον κήπο της κόλασής του
έμπηξε δυό ξερές κλάρες ευτυχίας
και ‘κείνες, κοιτάξτε, άνθισαν.

ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΥΓΗ

Όταν νυχτώνει, κάπου ξημερώνει.
Δώσ’ μου δυό φτερά στην πλάτη Θεέ μου
να πετώ παντοτινά κοντά στο χάραμα.


.
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ

Στον πίνακα πάνω απ’ το προσκεφάλι σου,
γύρω στο στενόμακρο τραπέζι
δώδεκα μικροί φτερωτοί έρωτες κι ένας ενήλικας
τρώνε επτάζυμο ψωμί, πίνουν κόκκινο κρασί.
Όμως, να ξέρεις· - δεν είναι ο μυστικός δείπνος.
Είναι μιά συνομωσία.

ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ

Γαλήνια μουσική η βροχή, όταν χτυπά
στης οροφής τα τσίγκια και δε με βρέχει.

Άγιος έρωτας ο κεραυνός, όταν σκίζει
στα δυό τον ουρανό και δεν πέφτει
στο ψηλότερο δένδρο της αυλής μου.

Γλυκές ερωμένες το χιόνι κι οι νιφάδες
όταν το κοιτώ πλάι απ’ το ζεστό μαγκάλι
πίσω απ’ το χνωτισμένο τζάμι, όταν δε με παγώνει.

Τι όμορφοι είναι μπρος μου αυτοί οι παγωμένοι
σταλακτίτες, όταν δεν τρυπούν την ψυχή μου.

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ…

άκουσα τη φωνή ενός παιδιού, που έπαιζε με τη σόμπα
και της ζητούσε μιά ζεστή αγκαλιά.
Άκουσα το βήχα και την ασθματική του ανάσα.
Άκουσα το βήμα της Μάνας πηγαίνοντας στην κουζίνα
ως το γκαζάκι να του βράσει λίγο τσάι βουνού ζεστό,
να μαλακώσει λίγο το στηθάκι του.
Άκουσα τη φωνή ενός πουλιού που πετούσε
στον μολυσμένο αγέρα κι έψαχνε έναν σπόρο.
( τροφής; Αγάπης; )
Άκουσα τη σκιά μιάς γυναίκας, να περνά πλάι μου
και μ’ απλωμένο χέρι, να κοιτά ψηλά τον ουρανό
ζητιανεύοντας μιά φέτα φεγγάρι.
Άκουσα τον Τράγκα στην TV να λέει: κηρύχθηκε
τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κι ακόμη δεν έχουμε καταλάβει;
Άκουσα τη φωνή ενός ζητιάνου που έλεγε: δώστε…
(έχοντες και μη έχοντες)
Άκουσα τη φωνή απ’ τους έχοντες, βροντερή θυμωμένη
να λέει: δώσαμε δώσαμε!
Άκουσα και τη στριγκιά φωνή ενός μοναχικού κίτρινου
φύλλου, πάνω στο κατάξερο δένδρο κι ένιωσα έντονα
τις ταλαντεύσεις των φωνητικών μου χορδών,
να σπουδάζουν δραματική φωνητική.
Μιά μόνη αισιόδοξη νότα, το γαλάζιο τα’ ουρανού
με τα λευκά σύγνεφα, όμοια με κομμάτια ναφθαλίνης
πάνω απ’ το κεφάλι μου κι απ’ τα ξερόκλαδα
του κατάξερου δένδρου.
Ή μήπως κι αυτός ο ουρανός έχει μπει στη ναφθαλίνη;
ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ…
Κάποιες φορές, εύχομαι να ‘μουν κουφός.

ΟΡΓΑΣΜΟΣ

Στο άδειο δωμάτιο, ένα ξύλινο παλιό σερβάν.
Πάνω στο σερβάν, ένα κηροπήγιο με κόκκινα κεριά.
Παίζουμε το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού; μου είπες.
Άρχισα να ψάχνω· πίσω από το φως των αναμμένων κεριών,
είχες κρύψει έναν οργασμό, μόνο για ‘μένα· τον βρήκα!

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ

Είναι μιά λυπημένη γυμνή κρεμάστρα,
μόνη - κατάμονη, γαντζωμένη στο καρφί
του ξεφτισμένου τοίχου, ανήμπορη
να δραπετεύσει στο διπλανό διαμέρισμα,
που γυναικεία φορέματα από ροζ μουσελίνα
και γούνινα παλτά, ήταν στοιβαγμένα
στο πάτωμα, από έλλειψη κρεμαστρών
.
Ο ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ

Η λευκή βάρκα με τη θαλασσιά γιρλάντα
παρατηρούσε στο γιαλό, τη γέννηση
ενός καινούριου έρωτα μεταλλαγμένου
και μιά χελώνα δακρυσμένη που έθαβε
στην άμμο τ’ αυγά της, όπως η μάνα
το νιογέννητο κορίτσι της κάτω απ’ τα ερείπια
ενός ανύπαρκτου και μάταιου πολέμου.
Οι τρεις γριές εννενηντάχρονες μοιρολογίστρες
με μια κοριτσίστικη συρτή φωνή
περπατούσαν πέρα δώθε - πέρα δώθε
και μοιρολογούσαν, βάζοντάς μας σε δίλημμα.
Έτσι εμείς, τ’ αποφασίσαμε να θάψουμε εκεί
το φως του φεγγαριού,
που βάραινε τόσο πολύ τις πλάτες μας.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Το κόκκινο πουλί που ΄χα ως τα χθες στο χρυσό κλουβί
έφυγε αφήνοντας μου μόνο ένα κόκκινο πούπουλο, κειμήλιο
θύμησης - πρόσθεσης στο κόκκινο κουτί των αναμνήσεων.
Στη θέση του έβαλα ένα κόκκινο ψάρι που ούτε τραγουδά
ούτε πετά από καλάμι σε καλάμι.
Το άφησα στον πρώτο σταθμό του δειλινού,
να κολυμπήσει λεύτερο στην κόκκινη λίμνη.
Ένα φευγιό, μ’ έμαθε πως το κόκκινο δεν μπορείς
να το κλείσεις σ’ ένα κλουβί - μόνο μπορείς να το ζήσεις.
Πέταξα το χρυσό κλουβί κι έβαλα πλάι στο προσκεφάλι
ένα κόκκινο βάζο μ’ ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο.
Ωραία που μυρίζει το κόκκινο!
Τώρα θα βυθιστώ σε ύπνο βαθύ, να ονειρευτώ εκείνο
το κόκκινο πουλί - σε μιά κόκκινη ευτυχία.

ΔΥΟ ΠΙΝΕΛΙΕΣ

Αυτή η μαύρη πινελιά, δεν ταιριάζει
στο γαλάζιο τ’ ουρανού σου, είπες.
Κι έκανες άλλη μιά… να γίνουν δυό.
.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Έστηνε ξόβεργες κι έπιανε λιανοπούλια.
Ύστερα, τ’ αμολούσε όλα μαζί, να πετάξουν
χαρίζοντάς τους, δήθεν την ελευθερία τους.
Έπρεπε να του χρωστούν ευγνωμοσύνη· - έλεγε.
Μιά μέρα, ή, μιά νύχτα μάλλον, έπιασ’ ένα όμορφο
χρωματισμένο μ’ όλα τα χρώματα της Άνοιξης πουλί,
με μελωδικό, κελαριστό κελάηδημα.
Έφτιαξε ένα καλάμινο κλουβί κι έβαλε το λιανοπούλι μέσα.
Να το βλέπει όταν φύγει η Άνοιξη·
να τ’ ακούει όταν θα ‘ρθει ο Χειμώνας.
Κάπου κάπου, τ’ άφηνε λεύτερο στην κάμαρη
με τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα, να πετάξει λίγο
να ξεμουδιάσει· - να ξεγελάσει τη φυλακή του.
Ύστερα, το ξανάβαζε στο καλάμινο κλουβί.
Όταν έφευγε, του ‘λειπε κι αγρίευε.
Όταν γυρνούσε, τ’ άκουγε και γαλήνευε.
Όμως το λιανοπούλι στο κλουβί,
έχασε τα χρώματα άλλαξε και τη φωνή.
Ήταν πια γκρίζο, με φωνή καλιακούδας.
Μιά ‘μέρα, που έλειπε τ’ άλλο του μισό,
ξέχασε δήθεν να κλείσει την πόρτα στο κλουβί
και τα παραθυρόφυλλα στην κάμαρη.
Το λιανοπούλι έφυγε κι εκείνος, κίνησε αργά - αργά
για τον επιτάφιο του μεγάλου Σαββάτου.
Την ώρα που προσκυνούσε, σήκωσε τα μάτια
κι είδε το Χριστό, μ’ ένα αγριόκρινο στο χέρι.
Πάνω στ’ αγριόκρινο, το λιανοπούλι,
είχε όλα τα χρώματα της Άνοιξης και του χαμογελούσε.
.
ΑΛΑΖΟΝΕΣ

Είχαμε σκάψει με τα νύχια μας
σ’ αυτήν εκεί την πλαγιά του λόφου έναν δρόμο,
αφήνοντάς τον χωμάτινο.
Δεν διανοηθήκαμε να του στρώσουμε άσφαλτο,
μόνο φυτέψαμε κίτρινες μαργαρίτες.
Οι μαργαρίτες μας έφεραν πεταλούδες
οι πεταλούδες μας έφεραν χελιδόνια
και τσούπ… τα χελιδόνια μας έφεραν Άνοιξη
κι η Άνοιξη μας έφερε Ήλιο.
Ο Ήλιος ( παράξενο ) φώτισε μόνο
την μιά πλευρά του δρόμου·- απ’ τη μια,
ήμασταν εμείς, απ’ την άλλη πλευρά
κάτι χλωμά ανθρωπάκια.
Ψιθυρίζοντας, μιά ηλιαχτίδα, μας εκμυστηρεύτηκε:
λυπάμαι αυτούς που ποτέ τους δεν γνώρισαν
τον ανθρώπινο πόνο, όχι γιατί ποτέ τους
δεν πόνεσαν, αλλά γιατί πάντα τον απέφευγαν,
απορρίπτοντάς τον.