Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

ΔΥΟ ΠΙΝΕΛΙΕΣ

Αυτή η μαύρη πινελιά, δεν ταιριάζει
στο γαλάζιο τ’ ουρανού σου, είπες.
Κι έκανες άλλη μιά… να γίνουν δυό.
.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Έστηνε ξόβεργες κι έπιανε λιανοπούλια.
Ύστερα, τ’ αμολούσε όλα μαζί, να πετάξουν
χαρίζοντάς τους, δήθεν την ελευθερία τους.
Έπρεπε να του χρωστούν ευγνωμοσύνη· - έλεγε.
Μιά μέρα, ή, μιά νύχτα μάλλον, έπιασ’ ένα όμορφο
χρωματισμένο μ’ όλα τα χρώματα της Άνοιξης πουλί,
με μελωδικό, κελαριστό κελάηδημα.
Έφτιαξε ένα καλάμινο κλουβί κι έβαλε το λιανοπούλι μέσα.
Να το βλέπει όταν φύγει η Άνοιξη·
να τ’ ακούει όταν θα ‘ρθει ο Χειμώνας.
Κάπου κάπου, τ’ άφηνε λεύτερο στην κάμαρη
με τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα, να πετάξει λίγο
να ξεμουδιάσει· - να ξεγελάσει τη φυλακή του.
Ύστερα, το ξανάβαζε στο καλάμινο κλουβί.
Όταν έφευγε, του ‘λειπε κι αγρίευε.
Όταν γυρνούσε, τ’ άκουγε και γαλήνευε.
Όμως το λιανοπούλι στο κλουβί,
έχασε τα χρώματα άλλαξε και τη φωνή.
Ήταν πια γκρίζο, με φωνή καλιακούδας.
Μιά ‘μέρα, που έλειπε τ’ άλλο του μισό,
ξέχασε δήθεν να κλείσει την πόρτα στο κλουβί
και τα παραθυρόφυλλα στην κάμαρη.
Το λιανοπούλι έφυγε κι εκείνος, κίνησε αργά - αργά
για τον επιτάφιο του μεγάλου Σαββάτου.
Την ώρα που προσκυνούσε, σήκωσε τα μάτια
κι είδε το Χριστό, μ’ ένα αγριόκρινο στο χέρι.
Πάνω στ’ αγριόκρινο, το λιανοπούλι,
είχε όλα τα χρώματα της Άνοιξης και του χαμογελούσε.
.
ΑΛΑΖΟΝΕΣ

Είχαμε σκάψει με τα νύχια μας
σ’ αυτήν εκεί την πλαγιά του λόφου έναν δρόμο,
αφήνοντάς τον χωμάτινο.
Δεν διανοηθήκαμε να του στρώσουμε άσφαλτο,
μόνο φυτέψαμε κίτρινες μαργαρίτες.
Οι μαργαρίτες μας έφεραν πεταλούδες
οι πεταλούδες μας έφεραν χελιδόνια
και τσούπ… τα χελιδόνια μας έφεραν Άνοιξη
κι η Άνοιξη μας έφερε Ήλιο.
Ο Ήλιος ( παράξενο ) φώτισε μόνο
την μιά πλευρά του δρόμου·- απ’ τη μια,
ήμασταν εμείς, απ’ την άλλη πλευρά
κάτι χλωμά ανθρωπάκια.
Ψιθυρίζοντας, μιά ηλιαχτίδα, μας εκμυστηρεύτηκε:
λυπάμαι αυτούς που ποτέ τους δεν γνώρισαν
τον ανθρώπινο πόνο, όχι γιατί ποτέ τους
δεν πόνεσαν, αλλά γιατί πάντα τον απέφευγαν,
απορρίπτοντάς τον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: