Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2007

ΑΝ... ΉΣΟΥΝ

Αν ήσουν στο μέλλον μου μπροστά,
παχύ το στρώμα της ομίχλης, θα σε κάλυπτε.
Δεν θα ‘ξερα πως είσαι εκεί, και πως με περιμένεις.
Δεν θα ‘σουν λόγχη καρφωμένη στο στήθος μου βαθειά.
Μα είσαι στο παρελθόν μου, πίσω.
Πίσω από παχύ, διάφανο κρύσταλλο γυαλί,

που δεν μπορώ να διαπεράσω,
παρά μόνο, με της μνήμης μου τα μάτια.
Ας ήταν ψυχές μου, να μην είχα μνήμη, θύμηση·

τις θύμισές μου, ας τις έπαιρνε σκοτάδι.
Ή… ας ήταν ν’ άπλωνες το χέρι,
μέσα στο διάφανο γυαλί, να ιάσεις την πληγή μου.

ΕΙΚΟΝΕΣ


Κόκκινο, θολό, αιμάτινο φεγγάρι
ανέτειλε στο προσκεφάλι μου·
εικόνα θλιβερή.
Ο γκιώνης χωρίς πανωφόρι στο χιονιά,κοκάλωσε.
Η αλεπού, αλυχτάει πίσω από το φράχτη

και πέθανε από προσμονή.
Ο υπάλληλος του δήμου θα μαζέψει το κουφάρι της.
Δεν μου μένει τίποτε,
εκτός ‘τούτη τη λάμπα πετρελαίου, που σε λίγο σβήνει.
Η πόρτα μου, είναι απ’ έξω κλειδωμένη.

ΠΡΕΠΕΙ

Πρέπει να ξεκρεμάσω την καινούρια μου ζακέτα
από ‘κείνο το σκουριασμένο καρφί
που μου λέρωσε τον τοίχο.
Μάλλον θα πρέπει να βγάλωτο καρφί από τον τοίχο.
Ή, ακόμη καλύτερα, πρέπεινα γκρεμίσω τελείως τον τοίχο
και ν’ αγοράσω μιά καινούργια ντουλάπα,
μιά καινούργια κρεμάστρα,
να φυλάξω εκεί τη ζακέτα μου
όπως φυλάω στο ντουλάπι της κουζίνας
την πικραμένη μου αγάπη,
κλεισμένη μέσα σ’ ένα πικραμύγδαλο.

...και ήρθαν κάτι μαύρα πουλιά, και καθίσαν στην ψυχή μου.

ΡΩΤΩΝΤΑΣ…

ΡΩΤΩΝΤΑΣ…

Μου είπαν πως σ’ είδαν κάποιες νύχτες,
καβάλα σε μια φέτα φεγγάρι
να τριγυρνάς σ’ ακρογιαλιές.
Στοίχειωσα γυρνώντας τες, να βλέπω μόνο
πυροφάνια, στις τράτες των ψαράδων.

Μου είπαν πως ήσουν όνειρο πρωινό,
που ‘ψαχνε, στον ύπνο μου να ‘ρθεί.
Βάλθηκα, να ξυπνώ αργά το πρωί,
μα το μόνο που έβλεπα, ήταν μια περιπλανώμενη
μοναχική φέτα φεγγάρι, σ’ άναστρο ουρανό.

Κάποιος περαστικός,
μου ‘πε, πως σε βλέπει στα μάτια μου.
Έτρεξα στον καθρέφτη - δεν είδα τίποτα.
Κοιτώντας όμως πιο βαθιά, σε είδα στην ψυχή μου.
Ξέρεις, ποτέ δεν κοίταξα βαθιά μέσα μου.
Και έψαχνα…

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Αυτή η μικρή ασήμαντη φωτεινή ραγισματιά
στην αντανάκλαση της νύχτας
πάνω στον σπασμένο καθρέφτη σου,

δε μ’ αφήνει να δω ούτε το κρυστάλλινο
ανθοδοχείο με τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα
πάνω στο τραπέζι, ( μόνο το τραπεζομάχαιρο
είναι ορατό ) ούτε το πλέων πολύτιμο πετράδι
του κόσμου, που ίσως έχεις κρυμμένο στην άβυσσο
της ψυχής σου· - και να ξέρεις· δεν θα ‘χει ποτέ
καμιά αξία αν κάποιος δεν το βρει.

ΣΤΟΝ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟ

Σ’ έχασα Περσεφόνη μου…
μονάκριβο στολίδι της ψυχής μου.
Η τελευταία φορά που σ’ είδα με την άκρη του ματιού μου,
ήταν σαν ήσουνα, στου Πλούτωνα το άρμα θρονιασμένη·
μα δεν μου φάνηκες καθόλου πικραμένη που θα κατέβαινες,

βασίλισσα στου κάτω κόσμου τα παλάτια,
αφήνοντας σε μας που σ’ αγαπήσαμε,
τον νάρκισσο που δεν πρόλαβες να κόψεις.
Ήρθε χειμώνας· η Δήμητρα τρύπωσε στο πετσί μου
κι εγώ στο δικό της· ν’ αποφύγουμε το ψύχος της μοναξιάς.
Ήρθε η άνοιξη
Ήρθε το καλοκαίρι
Ήρθε το φθινόπωρο
και ‘μείς οι άμοιροι, του κάκου περιμένουμε.
Εσύ έχεις φάει τα εφτά σπυριά απ’ το ρόδι Περσεφόνη μου
κι ο Πλούτωνας, αθέτησε το λόγο του στον Δία.