Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Απόψε, θα διαβώ τους είκοσι δύο κύκλους
του φεγγαριού, που μας χωρίζουν.
Θα σπάσω το φράγμα της σιωπής ανάμεσά μας,
και θα σου πω - κοίτα αυτό το τριαντάφυλλο,
που αφήνω στα κλειστά παραθυρόφυλλά σου.
Στα κόκκινα πέταλά του, χαμόγελο αθώου βρέφους.
Στο μίσχο του, ήβη εφήβου και στ’ άρωμα του,
η μυρουδιά του άντρα που σε πόθησε και σ’ έκανε δική του,
κάτω απ΄ το φως των άστρων και του φεγγαριού.
Κάτω απ’ το σύγνεφο που δάκρυζε, για να δροσίσει,
όταν ο ζηλιάρης Ήλιος έκαιε επίμονα τα σώματα
στ’ αυγουστιάτικα μεσημέρια.

Ως κι ο Θεός είχε σταθεί καταμεσήμερο,
να θαυμάσει το έργο του. ( Θυμάσαι );

Όμως, εσύ, θα προσπεράσεις - το ξέρω.
Εγώ απόψε αγαπημένη, να ξέρεις, θα’ ρθώ.
Μόνο… δε ξέρω, σε ποιο απόψε.
Σε ποιον κύκλο φεγγαριού.



Μάλλον, απ' τη θάλασσα θα ΄ρθει... η ευτυχία!

ΑΧ… ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΜΟΥ

Αυτό το καλοκαιρινό μελαγχολικό απομεσήμερο
οι στάλες τις όψιμης βροχής
μου έφεραν ένα μικρό αγίνωτο φραγκόσυκο.
Ένιωσα τη στυφάδα του στον ουρανίσκο μου
κι έγινα αμέσως, μικρότερος·- πολύ μικρότερος
ίσα μ’ ένα τζιτζίκι χωρίς διάφανα φτερά.
Ανέβηκα στην πλάτη του χελιδονιού
να ταξιδέψω τις θάλασσες και τα χωριά
της έξω Μάνης, να πάω στα ψηλά πυργόσπιτα
που φτάνουνε τον ουρανό, χαϊδεύοντας τα σύννεφα.
Ν’ αφήσω εκεί τις προσευχές και τις ελπίδες μου
να ‘ναι κοντύτερα στο μεγάλο μου Θεό και τους Αγίους·
τους αγγέλου και τις ψυχές.
Αχ… χελιδόνι μου
τα σκόρπια ερείπια κι ο πέτρινος τοίχος
μου μαρτύρησαν πως κάποτε εκεί υπήρχε
αυτό που ζητούσα.
Τώρα…
ο μόνος οικοδεσπότης που μ’ υποδέχθηκε
ήταν μια επιθετική φραγκοσυκιά
μη μ’ αφήνοντας με τ’ αγκάθια της, να προσεγγίσω
τις φυλακισμένες ψυχές του πυργόσπιτου
που κρατούσε βαθιά στους καρπούς της.
.

ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ

ΟΝΕΙΡΟΝΑΥΤΗΣ

Το δοξάρι κλαίει πάνω στη χορδή του βιολιού,
τις άλλες τις σπασμένες και τον ονειροναύτη
που τρέχει αλλόφρονας πάνω στο χωρίς οξυγόνο
όνειρό του, προσπαθώντας ν’ αποφύγει
τις σταγόνες της αμφιβολίας, που έβρεξε
ο εφιάλτης του

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ

Πέρασες γυναίκα και με ρώτησες:
Εσύ; Τι είσαι;
Σου απάντησα:
Μια ξεχασμένη ανατολή, μια ξεχασμένη δύση.
Μια ξεχασμένη συγνεφιά, μια ξεχασμένη νύχτα.
Ένα ξεχασμένο όνειρο, ένα ξεχασμένο πλάνο.

ΤΙΠΟΤΑ!

Τραβώντας τα δίχτυα του ο ψαράς, φώναζε:
Έπιασα τη θάλασσα στα δίχτυα μου! Τρέξτε!
Μα όταν καλάρισε στη βάρκα τα δίχτυα του και είδε…
Τίποτα.
.

ΔΑΚΡΥΑ ΒΡΟΧΗ

Η βροχή, έβρεχε στάλες τα δάκρυα πάνω στη καρέκλα
που ‘ταν ξεχασμένη στην άκρη του πεζοδρομίου.
Πολλοί κουρασμένοι διαβάτες, προσπερνούσαν πλάι της·
Όμως, ούτε ένας δεν σκέφτηκε να κάτσει πάνω της,
να ξαποστάσει· ώσπου… την πήρε το αυτοκίνητο του δήμου.

ΤΙΜΙΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Χθες βράδυ, βαριά συγνεφιά· κι όμως… η πανσέληνος
κατέβηκε κάτω απ’ τα σύγνεφα, για χάρη μου, να μου φέξει
το δρόμο προς το ξωκλήσι τ’ Αι Γιάννη του Βαπτιστή.
Μου ‘φεξε και την τελευταία ανηφορίτσα, που οδηγεί
στην πόρτα της Εκκλησιάς με το σκουριασμένο κλειδί,
δεμένο απ’ το σπάγκο· το γύρισα και μπήκα, να κλέψω
τη σκιά της μορφής σου, που ‘χες αφήσει εκεί στο στασίδι
ανάβοντας δυό κεράκια στη μνήμη μας.
Στο μανουάλι, δυό δάκρυα ήταν ακόμη αναμμένα.
Στο θυμιατό, ακόμη το λιβάνι σιγόκαιγε πάνω στα
κατάμαυρα, σαν την ψυχή μου, καρβουνάκια.
Στο σκαλοπάτι του Ιερού, το εκμαγείο σου
όπως το ‘χες αφήσει, τάμα στην εικόνα, φεύγοντας.
Τράβηξα την πόρτα πίσω μου, κλείδωσα κι έφυγα,
μη γίνω ιερόσυλος.

ΑΦΘΟΝΙΑ

Εκεί που τέλειωνε το μπλε της θάλασσας
εκεί αρχίναγε το γαλάζιο τ’ ουρανού.
Πάνω στην ένωση, το κατάλευκο κοχύλι
τραγουδούσε εύθυμα σκοπούς ερωτικούς,
κάθε που ο αγέρας, φυσούσε την πνοή του.
Στο ξύλινο τραπέζι ένα κομμάτι ψωμί,
ένα σπασμένο ρόδι, ένα τσαμπί άσπρο σταφύλι,
ένα τσαμπί κόκκινο κι ένα σταμνί φρέσκο νερό.
Εκείνος, κοιτούσε τις σταγόνες του ίδρωτα
που κυλούσαν στον αρμό της ραχοκοκαλιάς
λίγο πιο πάνω απ’ τους γλουτούς
στη βάση της μέσης της.
Άστραψε το μάτι του μόνο στη σκέψη πως εκεί,
θα έκανε το μεσημεριανό του μπάνιο.

Ειλικρινά, δεν ήθελε τίποτε άλλο απ’ τη ζωή του.

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ

Το παιδί ήταν σερνικό και το ‘παν, Νικόλα.
ξεστράτιζε τ’ άτιμο κι έπαιζε στο κατώι
κυνηγώντας τις κότες και τραβώντας τα βυζιά της γίδας.
Μεγάλωσε· άντρειεψε κι έπαιζε με το μουλάρι
ζεύοντάς του τ’ αλέτρι, (σαν δέναμε τα ντενεκέδια
στην ουρά του σκύλου) άνοιγε αυλακιές στο χώμα.
Παντρεύτηκε κιόλας μιά νια, τη Μαρία.
Γέρασε - κύρτωσε - απόκαμε απ’ το παιχνίδι
κι έψηνε στραγάλια στου τζακιού τη θράκα,
κόβοντας μπουκιές μπομπότα με τα μισόγερα δόντια
και καταπίνοντας γουλιές ευτυχίας, που σύναζε
στο κατώι όλα αυτά τα χρόνια του παιχνιδιού.
Ένα απόγιομα στο κατώφλι του σπιτιού
αγνάντευε πέρα ο μπάρμπα Νικόλας, όταν η γριά του
η Μαρία τον ρώτησε· - Νικόλα, τι κάνεις εκεί;
Εκείνος αποκρίθηκε· - τράω το χωριό Μαρία
ποιος ξέρ, μπορεί να μη το ματαδώ.
Τ’ άλλο πρωί ο μπάρμπα Νικόλας είχε φύγει
αφήνοντάς μας μόνο την γελαστή μορφή του
προσωρινά, μέχρι να την χώσουμε κι αυτή στο χώμα.
Τώρα ο μπάρμπα Νικόλας, αγναντεύει από ψηλά
και κάθε που βλέπει κάποιον ρομαντικό
να ζητιανεύει σαν το παιδί των φαναριών
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, δακρύζει
και ξεσπά μπόρα στη γειτονιά μου κάνοντας
κι αυτή την σκέπη του σπιτιού μου να στάζει

ΤΑ ΒΟΓΚΗΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Στο μικρό φτωχό καφενείο του χωριού,
συναγμένοι οι χωριανοί
στα παλιά ξύλινα τραπεζάκια.
Καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες,
που κάποιος γύφτος πέρσι είχε πλέξει
(φέτος, τον περίμεναν να τις επισκευάσει)
και που πια, ποτέ κανείς δεν τον ξανά ‘δε.

Περίμεναν, να γίνει κάτι· δεν ήξεραν τι.
Ίσως το θαύμα του Σαββατόβραδου.
Ντράπηκα να ρωτήσω.
Κάθε Σαββατόβραδο λένε,
γίνεται ένα θαύμα σε κάποιο χωριό·
ίσως σήμερα, να γίνει στο δικό τους!

Μια ανάσα αγέρας ακούστηκε και μπήκε
χωρίς καν, ν’ ανοίξει η πόρτα, η Παναγιά μου!
Κάθισε στην άδεια ψάθινη καρέκλα
στην ανατολική γωνιά του μαγαζιού,
κρατώντας στ’ αριστερά της, τον μικρό χριστό.
Στα δεξιά της, μιά ανοιχτή περγαμηνή
μ’ αθετημένες υποσχέσεις.

Βούρκωσαν τα μάτια· τα πόδια με λυπήθηκαν·
με πήραν έξω, κάτω απ’ το φθινοπωρινό πλατάνι.
Άκουσα βογκητά κι αφουγκράστηκα.
Νάν’ άραγε τα βογκητά του πλάτανου;
Νάν’ άραγε τα βογκητά της ψυχής μου;
Η νάν’ τα βογκητά των αστεριών;..

ΔΥΟ ΦΟΥΧΤΕΣ ΦΩΣ

Έσφιξε τα χέρια του γροθιές
τ’ άπλωσε μπροστά
κι οι γροθιές έγιναν φούχτες.
Η μιά φούχτα η αριστερή,
να μάση φως τ’ Αυγερινού!
Η άλλη φούχτα η δεξιά,
να μάση φως της Πούλιας

ΜΑΓΕΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Η νύχτα, ο φιδίσιος δρόμος κ’ η κορφή.
Πεζός ανέβηκα χτες βράδυ, να δω κοντά
μάγισσα βασίλισσα μου, το φωτισμένο κάστρο
χρυσό στέμμα στα μαλλιά σου· με μωβ πετράδια,
κατάλευκα κοχύλια και δυό στικτά περιστέρια,
λερά απ’ το τίναγμα της πένας του ποιητή
που ενώ σου ‘γραφε εκείνο το ποίημα, τη νύχτα
που το φεγγάρι παραπλανημένο βγήκε το πρωί
πάνω στην κόκκινη μπουκεμβίλια και σάστισε όταν
ένα ζευγάρι οικόσιτα σπουργίτια του είπαν καλημέρα.
Έκανες λαγό τον ποιητή, μ’ ένα τίναγμα του μαγικού
σου ραβδιού - και τρόμαξε τόσο, όταν είδε το κρυμμένο
τριαντάφυλλο στη στροφή του φιδίσιου δρόμου,
που τρύπωσε για πάντα στο λαγούμι του.

Πεζός κατέβηκα, χωρίς να δω τον ποιητή λαγό
και το λαγούμι του.

ΝΕΑ ΣΕΛΗΝΗ

Μετά τη μπόρα, τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα
της έδειξαν το νέο μόλις δυό νυχτών φεγγάρι
που έμοιαζε χρυσό δρεπάνι έτοιμο να δρέψει…
Τα έκλεισε· βγαίνοντας, σφάλισε καλά την πόρτα
σαν να σφάλιζε πίσω εκεί το παρελθόν της.
Στάθηκε καταμεσής του δρόμου κι άφησε
το φουστάνι της να πέσει στη βρεγμένο άσφαλτο.
Έτσι θεόγυμνη όπως ήταν πήρε αγκαζέ το φεγγάρι
κι έφυγε· - από τότε τις νύχτες μου, τις φωτίζει
μιά λάμπα φθορισμού.


ΘΥΜΑΜΑΙ - ΦΟΒΑΜΑΙ

ΘΥΜΑΜΑΙ - ΦΟΒΑΜΑΙ

Θυμάμαι,
πώς τρυγούσες χρώμα απ’ το λιόγερμα
κι έδινες στα τριαντάφυλλα, να ροδίσουν.
Θυμάμαι,
πως έκρυβες στάλες βροχής στον κόρφο σου
κι έδινες στα πουλιά, να ξεδιψάσουν.
Θυμάμαι,
πως έτρωγες ένα μήλο κι έσπερνες
τα κουκούτσια στο χώμα, να βλαστήσουν.
Θυμάμαι,
πως έριχνες τ’ αλάτι πάλι στη θάλασσα,
μην τύχη και της λείψει.
Θυμάμαι,
πως ένα βράδυ του Νοέμβρη, χωρίς να λογαριάσεις
τη μοναξιά μου, πήρες την καρδιά μου κι έφυγες.
Φοβάμαι,
πως ίσως δε με θυμάσαι.

ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ

Άφησέ με σου λέω να κάτσω σε τούτη εδώ τη γωνιά,
μόνο ν’ ακούω τον ήχο των τακουνιών σου,
την ώρα που φεύγεις το πρωί για τη δουλειά.
Μόνο να βλέπω τα φώτα να σβήνουν, όταν πλαγιάζεις.
Να νιώθω τα βλέφαρά σου να κλείνουν.
Δεν κάθομαι σ’ εκείνο το κρύο παγκάκι ξανά.
Ο Ήλιος, δε με γνωρίζει να με ζεστάνει
κι ο αγέρας βοριάς, με παγώνει.
Κάνει πολύ κρύο εκεί έξω σου λέω,
άσε με να κάτσω σε τούτη εδώ τη γωνιά…

ΜΙΑ ΦΩΛΙΑ

Σαν έμπαινες,
αντίκριζες πλάι στο ζεστό αχυρένιο στρώμα
το πέτρινο τραπέζι στρωμένο, χλωρό ακόμη
χαμομήλι, τσάι βουνού και μέντα.
Το άρωμα της γυναίκας ανακατεμένο
με το άρωμα των βοτάνων, δημιουργούσε
τη μεθυστικότερη μυρωδιά ευτυχίας.
Όταν η γυναίκα έφυγε, δεν έμεινε παρά
μιά σκοτεινή τρύπα στον τοίχο.

ΜΙΣΟΣ ΤΥΦΛΟΣ

Τη νύχτα, τη βλέπω όπως κι εσείς.
Μαύρη κατάμαυρη δεν είναι;
Τη μέρα είναι που τυφλώνομαι.

ΠΕΤΩΝΤΑΣ

Τη νύχτα που πέρασε, κούνησα τα χέρια
πάνω κάτω, πάνω κάτω και πέταξα.
Ύστερα τ’ άφησα ανοιχτά σαν τα γλαροπούλια
έκανα κύκλους κ’ είδα από ψηλά τα χαμόγελα
εκείνων π’ αγαπώ και ‘κείνων που μου λείπουν.
Το πρωί που ξύπνησα ήπια καφέ, τσιγάρο
και προσγειώθηκα.
Ελπίζω και τ’ άλλο βράδυ, να ξαναπετάξω
.

ΕΛΠΙΔΑ

Ελάτε ελάτε, πλησιάστε να δείτε,
στον κήπο της κόλασής του
έμπηξε δυό ξερές κλάρες ευτυχίας
και ‘κείνες, κοιτάξτε, άνθισαν.

ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ ΑΥΓΗ

Όταν νυχτώνει, κάπου ξημερώνει.
Δώσ’ μου δυό φτερά στην πλάτη Θεέ μου
να πετώ παντοτινά κοντά στο χάραμα.


.
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ

Στον πίνακα πάνω απ’ το προσκεφάλι σου,
γύρω στο στενόμακρο τραπέζι
δώδεκα μικροί φτερωτοί έρωτες κι ένας ενήλικας
τρώνε επτάζυμο ψωμί, πίνουν κόκκινο κρασί.
Όμως, να ξέρεις· - δεν είναι ο μυστικός δείπνος.
Είναι μιά συνομωσία.

ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ

Γαλήνια μουσική η βροχή, όταν χτυπά
στης οροφής τα τσίγκια και δε με βρέχει.

Άγιος έρωτας ο κεραυνός, όταν σκίζει
στα δυό τον ουρανό και δεν πέφτει
στο ψηλότερο δένδρο της αυλής μου.

Γλυκές ερωμένες το χιόνι κι οι νιφάδες
όταν το κοιτώ πλάι απ’ το ζεστό μαγκάλι
πίσω απ’ το χνωτισμένο τζάμι, όταν δε με παγώνει.

Τι όμορφοι είναι μπρος μου αυτοί οι παγωμένοι
σταλακτίτες, όταν δεν τρυπούν την ψυχή μου.

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ…

άκουσα τη φωνή ενός παιδιού, που έπαιζε με τη σόμπα
και της ζητούσε μιά ζεστή αγκαλιά.
Άκουσα το βήχα και την ασθματική του ανάσα.
Άκουσα το βήμα της Μάνας πηγαίνοντας στην κουζίνα
ως το γκαζάκι να του βράσει λίγο τσάι βουνού ζεστό,
να μαλακώσει λίγο το στηθάκι του.
Άκουσα τη φωνή ενός πουλιού που πετούσε
στον μολυσμένο αγέρα κι έψαχνε έναν σπόρο.
( τροφής; Αγάπης; )
Άκουσα τη σκιά μιάς γυναίκας, να περνά πλάι μου
και μ’ απλωμένο χέρι, να κοιτά ψηλά τον ουρανό
ζητιανεύοντας μιά φέτα φεγγάρι.
Άκουσα τον Τράγκα στην TV να λέει: κηρύχθηκε
τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κι ακόμη δεν έχουμε καταλάβει;
Άκουσα τη φωνή ενός ζητιάνου που έλεγε: δώστε…
(έχοντες και μη έχοντες)
Άκουσα τη φωνή απ’ τους έχοντες, βροντερή θυμωμένη
να λέει: δώσαμε δώσαμε!
Άκουσα και τη στριγκιά φωνή ενός μοναχικού κίτρινου
φύλλου, πάνω στο κατάξερο δένδρο κι ένιωσα έντονα
τις ταλαντεύσεις των φωνητικών μου χορδών,
να σπουδάζουν δραματική φωνητική.
Μιά μόνη αισιόδοξη νότα, το γαλάζιο τα’ ουρανού
με τα λευκά σύγνεφα, όμοια με κομμάτια ναφθαλίνης
πάνω απ’ το κεφάλι μου κι απ’ τα ξερόκλαδα
του κατάξερου δένδρου.
Ή μήπως κι αυτός ο ουρανός έχει μπει στη ναφθαλίνη;
ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ…
Κάποιες φορές, εύχομαι να ‘μουν κουφός.

ΟΡΓΑΣΜΟΣ

Στο άδειο δωμάτιο, ένα ξύλινο παλιό σερβάν.
Πάνω στο σερβάν, ένα κηροπήγιο με κόκκινα κεριά.
Παίζουμε το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού; μου είπες.
Άρχισα να ψάχνω· πίσω από το φως των αναμμένων κεριών,
είχες κρύψει έναν οργασμό, μόνο για ‘μένα· τον βρήκα!

ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ

Είναι μιά λυπημένη γυμνή κρεμάστρα,
μόνη - κατάμονη, γαντζωμένη στο καρφί
του ξεφτισμένου τοίχου, ανήμπορη
να δραπετεύσει στο διπλανό διαμέρισμα,
που γυναικεία φορέματα από ροζ μουσελίνα
και γούνινα παλτά, ήταν στοιβαγμένα
στο πάτωμα, από έλλειψη κρεμαστρών
.
Ο ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ

Η λευκή βάρκα με τη θαλασσιά γιρλάντα
παρατηρούσε στο γιαλό, τη γέννηση
ενός καινούριου έρωτα μεταλλαγμένου
και μιά χελώνα δακρυσμένη που έθαβε
στην άμμο τ’ αυγά της, όπως η μάνα
το νιογέννητο κορίτσι της κάτω απ’ τα ερείπια
ενός ανύπαρκτου και μάταιου πολέμου.
Οι τρεις γριές εννενηντάχρονες μοιρολογίστρες
με μια κοριτσίστικη συρτή φωνή
περπατούσαν πέρα δώθε - πέρα δώθε
και μοιρολογούσαν, βάζοντάς μας σε δίλημμα.
Έτσι εμείς, τ’ αποφασίσαμε να θάψουμε εκεί
το φως του φεγγαριού,
που βάραινε τόσο πολύ τις πλάτες μας.

ΚΟΚΚΙΝΟ

Το κόκκινο πουλί που ΄χα ως τα χθες στο χρυσό κλουβί
έφυγε αφήνοντας μου μόνο ένα κόκκινο πούπουλο, κειμήλιο
θύμησης - πρόσθεσης στο κόκκινο κουτί των αναμνήσεων.
Στη θέση του έβαλα ένα κόκκινο ψάρι που ούτε τραγουδά
ούτε πετά από καλάμι σε καλάμι.
Το άφησα στον πρώτο σταθμό του δειλινού,
να κολυμπήσει λεύτερο στην κόκκινη λίμνη.
Ένα φευγιό, μ’ έμαθε πως το κόκκινο δεν μπορείς
να το κλείσεις σ’ ένα κλουβί - μόνο μπορείς να το ζήσεις.
Πέταξα το χρυσό κλουβί κι έβαλα πλάι στο προσκεφάλι
ένα κόκκινο βάζο μ’ ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο.
Ωραία που μυρίζει το κόκκινο!
Τώρα θα βυθιστώ σε ύπνο βαθύ, να ονειρευτώ εκείνο
το κόκκινο πουλί - σε μιά κόκκινη ευτυχία.

ΔΥΟ ΠΙΝΕΛΙΕΣ

Αυτή η μαύρη πινελιά, δεν ταιριάζει
στο γαλάζιο τ’ ουρανού σου, είπες.
Κι έκανες άλλη μιά… να γίνουν δυό.
.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ

Έστηνε ξόβεργες κι έπιανε λιανοπούλια.
Ύστερα, τ’ αμολούσε όλα μαζί, να πετάξουν
χαρίζοντάς τους, δήθεν την ελευθερία τους.
Έπρεπε να του χρωστούν ευγνωμοσύνη· - έλεγε.
Μιά μέρα, ή, μιά νύχτα μάλλον, έπιασ’ ένα όμορφο
χρωματισμένο μ’ όλα τα χρώματα της Άνοιξης πουλί,
με μελωδικό, κελαριστό κελάηδημα.
Έφτιαξε ένα καλάμινο κλουβί κι έβαλε το λιανοπούλι μέσα.
Να το βλέπει όταν φύγει η Άνοιξη·
να τ’ ακούει όταν θα ‘ρθει ο Χειμώνας.
Κάπου κάπου, τ’ άφηνε λεύτερο στην κάμαρη
με τα σφαλιστά παραθυρόφυλλα, να πετάξει λίγο
να ξεμουδιάσει· - να ξεγελάσει τη φυλακή του.
Ύστερα, το ξανάβαζε στο καλάμινο κλουβί.
Όταν έφευγε, του ‘λειπε κι αγρίευε.
Όταν γυρνούσε, τ’ άκουγε και γαλήνευε.
Όμως το λιανοπούλι στο κλουβί,
έχασε τα χρώματα άλλαξε και τη φωνή.
Ήταν πια γκρίζο, με φωνή καλιακούδας.
Μιά ‘μέρα, που έλειπε τ’ άλλο του μισό,
ξέχασε δήθεν να κλείσει την πόρτα στο κλουβί
και τα παραθυρόφυλλα στην κάμαρη.
Το λιανοπούλι έφυγε κι εκείνος, κίνησε αργά - αργά
για τον επιτάφιο του μεγάλου Σαββάτου.
Την ώρα που προσκυνούσε, σήκωσε τα μάτια
κι είδε το Χριστό, μ’ ένα αγριόκρινο στο χέρι.
Πάνω στ’ αγριόκρινο, το λιανοπούλι,
είχε όλα τα χρώματα της Άνοιξης και του χαμογελούσε.
.
ΑΛΑΖΟΝΕΣ

Είχαμε σκάψει με τα νύχια μας
σ’ αυτήν εκεί την πλαγιά του λόφου έναν δρόμο,
αφήνοντάς τον χωμάτινο.
Δεν διανοηθήκαμε να του στρώσουμε άσφαλτο,
μόνο φυτέψαμε κίτρινες μαργαρίτες.
Οι μαργαρίτες μας έφεραν πεταλούδες
οι πεταλούδες μας έφεραν χελιδόνια
και τσούπ… τα χελιδόνια μας έφεραν Άνοιξη
κι η Άνοιξη μας έφερε Ήλιο.
Ο Ήλιος ( παράξενο ) φώτισε μόνο
την μιά πλευρά του δρόμου·- απ’ τη μια,
ήμασταν εμείς, απ’ την άλλη πλευρά
κάτι χλωμά ανθρωπάκια.
Ψιθυρίζοντας, μιά ηλιαχτίδα, μας εκμυστηρεύτηκε:
λυπάμαι αυτούς που ποτέ τους δεν γνώρισαν
τον ανθρώπινο πόνο, όχι γιατί ποτέ τους
δεν πόνεσαν, αλλά γιατί πάντα τον απέφευγαν,
απορρίπτοντάς τον.