Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

ΤΑ ΒΟΓΚΗΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Στο μικρό φτωχό καφενείο του χωριού,
συναγμένοι οι χωριανοί
στα παλιά ξύλινα τραπεζάκια.
Καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες,
που κάποιος γύφτος πέρσι είχε πλέξει
(φέτος, τον περίμεναν να τις επισκευάσει)
και που πια, ποτέ κανείς δεν τον ξανά ‘δε.

Περίμεναν, να γίνει κάτι· δεν ήξεραν τι.
Ίσως το θαύμα του Σαββατόβραδου.
Ντράπηκα να ρωτήσω.
Κάθε Σαββατόβραδο λένε,
γίνεται ένα θαύμα σε κάποιο χωριό·
ίσως σήμερα, να γίνει στο δικό τους!

Μια ανάσα αγέρας ακούστηκε και μπήκε
χωρίς καν, ν’ ανοίξει η πόρτα, η Παναγιά μου!
Κάθισε στην άδεια ψάθινη καρέκλα
στην ανατολική γωνιά του μαγαζιού,
κρατώντας στ’ αριστερά της, τον μικρό χριστό.
Στα δεξιά της, μιά ανοιχτή περγαμηνή
μ’ αθετημένες υποσχέσεις.

Βούρκωσαν τα μάτια· τα πόδια με λυπήθηκαν·
με πήραν έξω, κάτω απ’ το φθινοπωρινό πλατάνι.
Άκουσα βογκητά κι αφουγκράστηκα.
Νάν’ άραγε τα βογκητά του πλάτανου;
Νάν’ άραγε τα βογκητά της ψυχής μου;
Η νάν’ τα βογκητά των αστεριών;..

Δεν υπάρχουν σχόλια: