Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2007

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ

Το παιδί ήταν σερνικό και το ‘παν, Νικόλα.
ξεστράτιζε τ’ άτιμο κι έπαιζε στο κατώι
κυνηγώντας τις κότες και τραβώντας τα βυζιά της γίδας.
Μεγάλωσε· άντρειεψε κι έπαιζε με το μουλάρι
ζεύοντάς του τ’ αλέτρι, (σαν δέναμε τα ντενεκέδια
στην ουρά του σκύλου) άνοιγε αυλακιές στο χώμα.
Παντρεύτηκε κιόλας μιά νια, τη Μαρία.
Γέρασε - κύρτωσε - απόκαμε απ’ το παιχνίδι
κι έψηνε στραγάλια στου τζακιού τη θράκα,
κόβοντας μπουκιές μπομπότα με τα μισόγερα δόντια
και καταπίνοντας γουλιές ευτυχίας, που σύναζε
στο κατώι όλα αυτά τα χρόνια του παιχνιδιού.
Ένα απόγιομα στο κατώφλι του σπιτιού
αγνάντευε πέρα ο μπάρμπα Νικόλας, όταν η γριά του
η Μαρία τον ρώτησε· - Νικόλα, τι κάνεις εκεί;
Εκείνος αποκρίθηκε· - τράω το χωριό Μαρία
ποιος ξέρ, μπορεί να μη το ματαδώ.
Τ’ άλλο πρωί ο μπάρμπα Νικόλας είχε φύγει
αφήνοντάς μας μόνο την γελαστή μορφή του
προσωρινά, μέχρι να την χώσουμε κι αυτή στο χώμα.
Τώρα ο μπάρμπα Νικόλας, αγναντεύει από ψηλά
και κάθε που βλέπει κάποιον ρομαντικό
να ζητιανεύει σαν το παιδί των φαναριών
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, δακρύζει
και ξεσπά μπόρα στη γειτονιά μου κάνοντας
κι αυτή την σκέπη του σπιτιού μου να στάζει

Δεν υπάρχουν σχόλια: